Κιν.: 6974706107 | Τηλ. Δράμας: 25210 38158 | Τηλ. Θεσσ/νίκης: 2310 270066

Η καθοριστική σημασία των ορίων στο παιδί

Τα όρια είναι κανόνες που συζητήθηκαν, συμφωνήθηκαν ή και επιβλήθηκαν. Κανόνες που ρυθμίζουν τη ζωή και τις σχέσεις μας. Τα όρια υπάρχουν παντού και αφορούν κάθε άνθρωπο. Δηλώνουν τι είναι αποδεκτό και τι δεν είναι. Είναι απαραίτητα για την εύρυθμη συνύπαρξη, τον αλληλοσεβασμό και την αυτοπροστασία. Προλαμβάνουν και προστατεύουν από την εκμετάλλευση ή/και την κακοποίηση.

Αν τα όρια είναι λογικά, λειτουργικά, εξυπηρετούν τις σχέσεις, τη ζωή και νοιώθεις καλά. Αν είναι πολύ αυστηρά σε πνίγουν. Αν είναι ασαφή ή χαοτικά νοιώθεις ανασφαλής και υπάρχει σύγχυση ρόλων. Τα όρια μάς βοηθούν στην καθημερινότητά μας, καθώς δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον μέσα στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να συνυπάρχει, να συνεργάζεται, να εξελίσσεται και να δημιουργεί.

 

Η εξώπορτα του σπιτιού μας είναι ένα όριο που έχουμε όλοι. Μας δίνει τη δυνατότητα να την ανοίγουμε όποτε εμείς θέλουμε για να βγούμε έξω, να επιτρέπουμε κάποιον να μπει μέσα, αλλά και να αποκλείουμε όποιον δεν επιθυμούμε. Η πόρτα, το όριο δηλαδή, μας δίνει τη δυνατότητα να οριοθετούμε τα συμβαίνοντα και να ορίζουμε τη ζωή μας. Δεν μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς όρια. Φανταστείτε να μην έχει το σπίτι μας εξώπορτα. Ή να έχει, αλλά να είναι μόνιμα κλειστή ή μόνιμα ανοικτή. Σε όλες τις περιπτώσεις θα πεθαίναμε για διαφορετικούς λόγους.

 

Από τη στιγμή που θα γεννηθεί το παιδί μας, αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την ασφάλεια και τη σωστή ανάπτυξή του οριοθετώντας! Θέτουμε όρια γύρω από το παιδί για να το προστατέψουμε. Οριοθετούμε τον χώρο του. Το προστατεύουμε ορίζοντας το τι θα του φορέσουμε, ορίζουμε το ύψος της θερμοκρασίας του θερμοστάτη. Επιλέγουμε το τι και πόσο θα φάει και θα πιει. Το προστατεύουμε από κινδύνους που απειλούν τη σωματική του ακεραιότητα και από ανθρώπους που δεν εμπιστευόμαστε. Για την ακρίβεια η οριοθέτηση για την προστασία του παιδιού μπορεί να αρχίσει και πριν η μητέρα συλλάβει. Σταματά το κάπνισμα, προσέχει τη διατροφή, βάζει τέλος στις όποιες ανθυγιεινές συνήθειες έχει. Θέτει δηλαδή όρια στον εαυτό της. Αναλογιστείτε τις επιπτώσεις στη ζωή μας στην περίπτωση που δεν υπήρχαν όρια στο φαΐ, στο διάβασμα, στο παιχνίδι...

 

Μόνον ένα παιδί που μεγαλώνει σε οριοθετημένες ώριμα συνθήκες θα αναπτυχθεί νοιώθοντας σιγουριά και αυτή η αίσθηση θα το βοηθήσει όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου να δοκιμάσει να ξεπεράσει τα όρια αυτά. Αν δεν υπάρχουν όρια, αν δεν ξέρει τι του επιτρέπεται και τι όχι, τότε το παιδί δεν νιώθει ασφαλές και όταν θα βγει στην κοινωνία θα το συνοδεύει η ανασφάλειά του. Ένα παιδί που δεν γνωρίζει όρια ή βιώνει ασφυκτικά και άκαμπτα όρια, καταντά ανασφαλές, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Για φανταστείτε να σας προσγειώσουν στο κέντρο ενός αχανούς δάσους. Θα πανικοβληθείτε, γιατί δεν θα ξέρατε που να κατευθυνθείτε. Αν όμως σας έλεγαν ότι το δάσος είναι 1.000 στρέμματα και είναι περιφραγμένο, τότε προς όποια κατεύθυνση και να πηγαίνατε θα προσεγγίζατε το όριο που είναι και σημείο αναφοράς.

 

Οι περισσότεροι γονείς προβληματίζονται: Πόση ελευθερία να αφήσω στο παιδί μου; Ποια όρια πρέπει να του βάλω; Μερικοί γονείς πιστεύουν ότι η ύπαρξη ορίων και η άρνηση να ικανοποιούν τις επιθυμίες των παιδιών, μπορεί να προκαλέσουν στα παιδιά «τραύματα». Ίσως να είναι επηρεασμένοι από τον απόηχο της περίφημης αντιαυταρχικής διαπαιδαγώγησης, σύμφωνα με την οποία κάθε «όχι» προς το παιδί, είναι ένα πισωγύρισμα στην ανάπτυξη της ελεύθερης και υγιούς προσωπικότητάς του. Εννοείται ότι αυτό δεν ισχύει.

 

Τα όρια μπορεί να δημιουργούν και στέρηση. Η στέρηση όμως είναι αναγκαία στη ζωή μας, γιατί μας ωριμάζει, μας εξελίσσει. Η χαρά έχει νόημα αν υπάρχει θλίψη. Χωρίς θλίψη, η χαρά δεν έχει αξία. Πότε καταλαβαίνουμε και συνειδητοποιούμε την αξία της υγείας; Όταν τη στερούμαστε, έστω και προσωρινά.

 

Πώς θέτουμε τα όρια

 

Οι αποφάσεις γύρω από τα όρια συναποφασίζονται και από τους δύο γονείς. Στις αποφάσεις αυτές αξίζει να είμαστε σταθεροί και συνεπείς. Αλλά δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι και άκαμπτοι. Αν κάποια στιγμή αντιληφθούμε ότι κάποια από τα όρια είναι άδικα ή υπερβολικά, τα αναθεωρούμε, αναγνωρίζοντας στο παιδί το λάθος μας. Αν το παιδί μάς πείσει για κάτι, το να γίνει κάποια παραχώρηση ή το να αναθεωρήσουμε κάποιο όριο, δεν είναι ένα γεγονός που μας αποδυναμώνει στα μάτια τού παιδιού. Το αντίθετο μάλιστα. Καταλαβαίνει ότι είμαστε δυνατοί και δίκαιοι. Εκτιμάται η συμπεριφορά των γονιών και ο σεβασμός προς τους γονείς ενισχύεται. π.χ. αν έλθουν τα ξαδέλφια του, του επιτρέπουμε να κοιμηθεί αργότερα από τη συμφωνηθείσα ώρα.

 

Πώς θα χαρακτηρίζατε έναν οδηγό που τρέχει μέσα στην πόλη σας με 80 χιλιόμετρα την ώρα; Ανόητο, ανώριμο, επικίνδυνο… Να θυμόμαστε ότι τα όρια και οι κανόνες πρέπει να υπηρετούν το ανθρώπινο πρόσωπο και όχι αντίστροφα. Γι' αυτό και το ασθενοφόρο, η πυροσβεστική, το περιπολικό, μπορούν να παραβιάζουν το όριο των 50 km/h μέσα στην πόλη χωρίς κανείς να δυσανασχετεί. Γιατί όταν η παραβίαση των ορίων εξυπηρετεί τον άνθρωπο και την κοινωνία όχι μόνον είναι επιτρεπτή, είναι και επιβεβλημένη!

 

Τα όρια πρέπει να είναι κατανοητά από τα παιδιά και σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Αξίζει να υπάρχει μια ιεράρχηση στα όρια. Δεν είναι όλα τα θέματα το ίδιο σημαντικά. Για παράδειγμα άλλης βαρύτητας είναι οι φωνές του πεντάχρονου αγοριού τις ώρες κοινής ησυχίας και άλλης βαρύτητας είναι το πέταγμα μιας πέτρας προς το γειτονόπουλο. Αξιολογούμε, ιεραρχούμε και επιλέγουμε τη σειρά προτεραιότητας στην οριοθέτηση.

 

Πολλές φορές αντιμετωπίζουμε τα παιδιά ως ενήλικες. Περιμένουμε να δείξουν την κατανόηση που θα έδειχνε ένας μεγάλος. Να αντιδράσουν όπως οι μεγάλοι. Αυτή η προσδοκία ίσως βολεύει τους γονείς, αλλά δυσκολεύει τα παιδιά. Τα παιδιά δεν είναι μικροί ενήλικες. Τα παιδιά έχουν διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικό τρόπο σκέψης από εμάς. Όταν απαιτούμε από το παιδί να μην καθίσει στο χώμα για να μη λερωθεί, να μη τρέχει γιατί μπορεί να πέσει, να καθίσει ήσυχο σε μια γωνιά, να μην αγγίξει τίποτα γιατί μπορεί να κάνει ζημιά, τότε του ζητάμε να συμμορφωθεί με πράγματα που δεν συμβαδίζουν με τις ανάγκες της ηλικία του. Το παιδί έχει μέσα στη φύση του την περιέργεια, την κινητικότητα. Θέλει να τρέχει, έχει ανάγκη να τρέχει. Θέλει να πιάνει, να περιεργάζεται. Αυτά είναι σύντονα με την ανάπτυξη και βοηθούν στην εξέλιξή του.

 

Στα πολύ μικρά παιδιά τα όρια τίθενται με απλά λόγια και αξίζει να συνοδεύονται από επεξήγηση. Για παράδειγμα: «Δεν πρέπει να βάζεις το χέρι σου στη φωτιά, γιατί θα καείς και θα πονέσεις πολύ». Στο δεκάχρονο μπορείς να πεις πρόσεχε τη φωτιά, αλλά δεν χρειάζεται να πεις ότι αν καεί, θα πονέσει. Το ξέρει. Το μικρό παιδί δεν το ξέρει. Για να το κάνετε σαφές μπορείτε να του επιτρέψετε υπό την επιτήρησή σας να βάλει στη φωτιά ένα άχρηστο χαρτί και να δει το αποτέλεσμα. Έτσι και θα καταλάβει και θα του φύγει η περιέργεια. Αν του το απαγορέψετε, με την πρώτη ευκαιρία θα επανέλθει.

 

Τα όρια τίθενται:

 

Ανάλογα με την ηλικία. Στο μικρό παιδί οι οριοθετήσεις που θέτουμε είναι περισσότερες, καθώς είναι μικρές οι δυνατότητές του και δεν έχει την ωριμότητα και την κριτική ικανότητα να διαχειριστεί με ασφάλεια πολλά πράγματα. Είναι αυτονόητο ότι τα όρια και οι κανόνες διαφοροποιούνται καθώς μεγαλώνει και ωριμάζει. Το μεγαλύτερο παιδί έχει άλλες ικανότητες, περισσότερες δεξιότητες, άλλα δικαιώματα και ταυτόχρονα άλλες υποχρεώσεις.

 

Ανάλογα με την ωριμότητα. Αν η δεκατετράχρονη κόρη είναι πιο ώριμη από τη δεκαεξάχρονη και διαχειρίζεται καλύτερα τα χρήματα, μπορείς να της δώσεις το ίδιο ή και μεγαλύτερο χαρτζιλίκι από αυτό της δεκαεξάχρονης. Εξηγούμε στα παιδιά γιατί γίνεται αυτό. Οι οριοθετήσεις που δεν συνοδεύονται από κάποια εξήγηση, δε γίνονται κατανοητές από τα παιδιά και εκλαμβάνονται σαν περιορισμός ή τιμωρία.

 

Ανάλογα με το περιβάλλον. Τα όρια διαφέρουν ακόμα και αν αφορούν το ίδιο παιδί. Σχετίζονται µε τις συνθήκες και το περιβάλλον. Το δεκάχρονο κορίτσι που παίζει στο χωριό με τις ώρες χωρίς την επίβλεψη των γονιών, δεν μπορεί να παίζει κατά τον ίδιο τρόπο στην απρόσωπη μεγαλούπολη, γιατί ο βαθμός επικινδυνότητας είναι διαφορετικός.

 

Ανάλογα με το φύλο και τη σωματική ρώμη. Το δεκατετράχρονο αγόρι μπορεί να υπερασπιστεί καλύτερα τον εαυτό του αν χρειαστεί, σε σχέση με το δεκατετράχρονο κορίτσι, γιατί έχουν διαφορετική μυϊκή δύναμη. Επομένως η βραδινή ώρα επιστροφής στο σπίτι πιθανόν να είναι διαφορετική.

 

Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αν το παιδί μεγαλώνει σε ένα σπίτι όπου δεν δίνεται ιδιαίτερη σημασία σε όρια και κανόνες, το παιδί δύσκολα θα αποδεχθεί την ύπαρξή τους στο σχολείο και στην κοινωνία. Αν μεγαλώνει σε ένα σπίτι χωρίς τους αναγκαίους κανόνες, χωρίς σαφή όρια, σε ένα σπίτι που με περισσή ευκολία του γίνονται τα χατίρια, όταν θα βγει έξω στο σχολείο θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί. Οι συμμαθητές στο σχολείο, όπως και η κοινωνία αργότερα, δεν χαϊδεύουν αυτιά.

 

Να θυμόμαστε ότι η οικογένεια λειτουργεί προπαρασκευαστικά και ως πρότυπο για τα παιδιά. Είναι καθοριστική η συμβολή της οικογένειας όχι μόνον ως προς την ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών, αλλά και ως προς την ομαλή προσαρμογή των στην ευρύτερη κοινωνία, τον έξω κόσμο. Άλλωστε ο πρώτος «έξω» κόσμος με τον οποίον έρχεται σε επαφή το νεογέννητο είναι οι γονείς του. Ακόμη και το είδος του πολιτεύματος εξαρτάται από την οικογένεια. Λέει ο Πλάτων ότι «από δημοκρατικές οικογένειες προκύπτουν δημοκρατικά πολιτεύματα και από απολυταρχικές οικογένειες απολυταρχικά καθεστώτα».

 

Πώς θέτεις όρια χωρίς να λες συνέχεια «όχι», «πρόσεχε», «μη».

 

«Όχι, δε θα κοιμηθείς στου Πέτρου και δεύτερη βραδιά».

 

«Μη! Πόσες φορές σου είπα να μην παίζεις με την κατσαρόλα όταν είναι στο μάτι!»

 

Αυτές οι οριοθετήσεις έχουν χαρακτήρα εντολής. Κάποιες φορές και οι εντολές είναι απαραίτητες, αλλά δεν μπορεί να είναι η βάση και ο ρυθμιστικός κανόνας των σχέσεων.

 

Πώς λοιπόν θέτουμε τα όρια χωρίς πολλά-πολλά μη και δεν; Οριοθετώντας με θετικό «πρόσημο» και καλή διάθεση. Το : «όχι, δε θα κοιμηθείς στου Πέτρου και δεύτερη βραδιά», θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε : «Κατανοώ τη λαχτάρα σου παιδί μου, αλλά θα κοιμηθείς την επόμενη ή τη μεθεπόμενη εβδομάδα στου Πέτρου. Ποια εβδομάδα επιλέγεις αγάπη μου;»

 

«Μη! Πόσες φορές σου είπα να μην παίζεις με την κατσαρόλα όταν είναι στο μάτι!». Αντί να διακόψουμε κάτι απότομα, προτείνουμε κάτι εναλλακτικό που μπορεί να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Θα μπορούσαμε να πούμε: «Μαρία, με κάνεις χαρούμενη που σου αρέσει η μαγειρική, θα χαιρόμουν περισσότερο αν ερχόσουν να με βοηθήσεις τώρα να στρώσουμε μαζί το τραπέζι». Αν το παιδί ανταποκριθεί, το επιβραβεύουμε με μια ζεστή αγκαλιά, με ένα «ευχαριστώ που με ξεκούρασες». Αν δεν ανταποκριθεί, θα επέμβουμε μόνον αν εκτιμούμε ότι κινδυνεύει να πάθει κάτι. Αλλιώς το να απαγορεύσουμε τη δραστηριότητα θα έχει προσωρινό αποτέλεσμα.

 

Αν καταγράψουμε επί μια εβδομάδα το τι λέμε στο παιδί μας που πηγαίνει για παράδειγμα Δημοτικό, πόσο μάλλον αν είναι μικρότερο, με έκπληξη θα διαπιστώσουμε ότι κυριαρχούν λέξεις και φράσεις που συνιστούν οδηγίες, εντολές, προσταγές, απαγορεύσεις, υποτιμήσεις του τύπου: Μη, όχι, πρόσεχε, δεν μπορείς, φτάνει πια, φάε, ντύσου, πλύσου, διάβασε, πήγαινε για ύπνο, είσαι μικρός, δεν ξέρεις, θα κάνεις αυτό που σου λέω, μη μιλάς, θα το κάνεις και θα πεις κι’ ένα τραγούδι, άλλη φορά να ακούς, σαν τα μούτρα σου το έκανες… Το 98% των λεγομένων κινείται μέσα σε αυτό το πλαίσιο! Έτσι όμως δομείται ή αποδομείται η σχέση; Ενισχύεται ή αποδυναμώνεται; Γίνεται αγαπητική ή κανονιστική; Όσο περισσότερο αγαπητική είναι η οικογενειακή ατμόσφαιρα, τόσο λιγότεροι κανόνες χρειάζεται να τεθούν.

 

Είναι καλό να βάζουμε ένα όριο στα όρια που θέτουμε. Δεν είναι λογικό το παιδί να ασφυκτιά μέσα σε πολλά όρια π.χ. : «Μη σκαρφαλώνεις», «μην τρέχεις», «θα κρυώσεις, φόρα τη ζακέτα σου», «μη κάνεις αυτό», «μη κάνεις εκείνο», «φάε όλο το φαΐ σου». Έτσι δεν κτίζεται η αγαπητική σχέση με τον γονιό. Χρειάζεται ένα μέτρο. Χρειάζεται ένα όριο στα όρια!

 

Η στάση του σώματος, το ύφος, ο τόνος, η χροιά της φωνής, η τρυφερή βλεμματική επαφή όταν προσπαθούμε να θέσουμε όρια, είναι ζωτικής σημασίας. Ακουμπάμε το παιδί στον ώμο, σκύβουμε στο ύψος του, το κοιτάμε στα μάτια. Έχουμε διάθεση καθοδήγησης, όχι προσταγής. Του προτείνουμε εναλλακτικές επιλογές. Έτσι δεν το πνίγουμε. Το επιβραβεύουμε όταν κάνει κάτι που έχουμε ζητήσει. Από μόνη της η επιβράβευση είναι παράγοντας ενθάρρυνσης για να επαναλάβει την επιθυμητή συμπεριφορά. Με τη συγκεκριμένη στάση δεν πετυχαίνουμε πιο εύκολα μόνον το στόχο μας, αλλά κυρίως διαμορφώνουμε μια ποιοτικότερη σχέση με το παιδί μας. Και αυτό είναι και ζητούμενο και σημαντικό.

 

Γράφει ο Janusz Korczak, ένας εξαιρετικός παιδαγωγός:

 

Λέτε: «είναι κουραστικό να συναναστρέφεσαι παιδιά». Έχετε δίκιο. Προσθέτετε: «γιατί πρέπει να κατέβεις στο επίπεδό τους, να χαμηλώσεις, να σκύψεις, να λυγίσεις, να γίνεις μικρός». Εδώ έχετε άδικο. Δεν είναι αυτό που κουράζει πιο πολύ. Φταίει μάλλον ότι είστε υποχρεωμένοι να φτάσετε στο ύψος των συναισθημάτων τους. Να τεντωθείτε, να μακρύνετε, να σηκωθείτε στις μύτες των ποδιών. Για να μην τα πληγώσετε.

 

Στη σελίδα 312 του βιβλίου μου «Το μήλο πάνω από τη μηλιά» γράφω. Είναι ωραίο να βλέπετε τα παιδιά σας να χαμογελάνε. Είναι ακόμη πιο ωραίο να ξέρετε ότι εσείς είστε η αιτία που χαμογελάνε.